-
1 безвкусный
επ., βρ: -сен, -сна, -сноάνοστος•-ая еда άνοστο φαγητό.
|| ακαλαίσθητος, αφιλόκαλοςαπειρόκαλος, άχαρος, χωρίς γούστο. -
2 продукт
το προϊόνвторичный - торг. δευτερεύον -консервированные - ы κονσερβοποιημένα/συντηρημένα - ταпервичный - αρχικό -, η πρώτη ύληприбавочный - эк. το υπερ-προϊόνпродовольственные - ы τα τρόφιμα, τα εδώδιμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продукт